- ἀριθμοῦνται
- ἀριθμέωnumberpres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek
CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ … Hofmann J. Lexicon universale
αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
καρυότυπος — Τυποποιημένη ταξινόμηση των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, ανά ζεύγη –σε περίπτωση πολυπλοειδίας– και ανάλογα με το μέγεθος. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα κύτταρα είναι διπλοειδικά και περιέχουν 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων (τα οποία αριθμούνται … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μεταξοτυπία — Σύστημα εκτύπωσης γνωστό στους Κινέζους από την αρχαιότητα. Ως μήτρα χρησιμοποιείται ένα κομμάτι καθαρού μεταξωτού υφάσματος τεντωμένο σε τελάρο, επάνω στο οποίο γίνεται το σχέδιο με λιπαρά μολύβια ή μελάνια. Στη συνέχεια το ύφασμα επιστρώνεται… … Dictionary of Greek
οπισθαρίθμηση — η αστρον. σειρά προκαταρκτικών ενεργειών και επαληθεύσεων που είναι καταγραμμένες σε κατάλογο και αριθμούνται προς τα πίσω ανά λεπτό και έπειτα ανά δευτερόλεπτο ώς το μηδέν, οπότε πυροδοτείται το σύστημα για την εκτόξευση τού πυραύλου … Dictionary of Greek
σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
τεταρτοκύκλιο — Καθένα από τα 4 μέρη στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από δύο κατακόρυφες διαμέτρους του ή καθεμία από τις 4 περιοχές ενός επιπέδου, που χωρίζεται από κάθε δύο κάθετες ευθείες. Όταν οι ευθείες χαρακτηρίζονται ως καρτεσιανές συντεταγμένες, τα τ. ή… … Dictionary of Greek